«Δύο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. Το ένα είναι το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μας έρχονται από το εξωτερικό.»
Ο Αζίζ Νεσίν είναι Τούρκος λογοτέχνης, που εκδιώχθηκε για τις προοδευτικές ιδέες του και τους αγώνες για τη δημοκρατική αναγέννηση της πατρίδας του. Παρόλο που ξεκίνησε ως στρατιωτικός, σε μικρή ηλικία έφυγε από το στράτευμα και εργάστηκε σε διάφορες δουλειές για να βιοποριστεί. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιήματα και διηγήματα και έχει κάνει εξορία και φυλακή. Το πιο γνωστό του ποίημα στην Ελλάδα είναι το «Σώπα μη μιλάς», που παρατίθεται παρακάτω.
Το βιβλίο αυτό αποτελείται από μικρά διηγήματα. Αρχικά το αγόρασα γιατί νόμιζα ότι είχε να κάνει με το θέμα καφές και δημοκρατία που έχουμε θίξει και σε άλλες δημοσιεύσεις μας, όμως μετά όταν το έπιασα στα χέρια μου κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Είναι μια σειρά από καυστικά διηγήματα που ασκούν κριτική στην κατάσταση της Τουρκίας και στη νοοτροπία των αρχόντων αλλά και των κατοίκων της.
Η γλώσσα είναι πολύ απλή, σαν να διαβάζει κανείς μικρά παραμυθάκια, όμως το νόημα των διηγημάτων είναι τις περισσότερες φορές πολύ βαθύ. Μέσα από τις αφελείς και καθημερινές ιστορίες του βιβλίου, ο Νεσίν ασκεί έντονη κριτική στους θεσμούς της χώρας, τη νοοτροπία των συμπολιτών του αλλά και τα πάθη των ανθρώπων. Αγαπημένο του θέμα η ξενομανία, η «τυφλή» υποταγή στους ανώτερους και τα αδιέξοδα της γραφειοκρατίας.
Από τα διηγήματα μπορώ να πω ότι ξεχώρισα το «Ο καφές και η δημοκρατία» και το «Θα ρθουν σπίτι μας Αμερικάνοι μουσαφίρηδες». Το πιο ενδιαφέρον, όμως, κομμάτι της ανάγνωσης είναι το πόσο εκπληκτικά μοιάζουν οι περιπτώσεις των διηγημάτων με αντίστοιχες περιπτώσεις που όλοι έχουμε βιώσει ή ακούσει στη δική μας χώρα. Η ταύτιση στη νοοτροπία είναι εκπληκτική και μπορείς να την εντοπίσεις ήδη από τις πρώτες σελίδες.
Τέλος, το πιο όμορφο κομμάτι του βιβλίου είναι η εισαγωγή που έχει γράψει ο ίδιος ο Αζίζ Νεσίν για την ελληνική έκδοση του βιβλίου. Γράφοντας με πλήρη ειλικρίνεια και χωρίς να χρυσώνει το χάπι, ο συγγραφέας παραδέχεται ότι από μικροί οι πολίτες των χωρών μας μαθαίνουμε να μισούμε ο ένας τον άλλον και να θεωρούμε οι μεν τους δε εχθρούς. Έτσι ξεκίνησε και ο ίδιος… όμως με τα χρόνια κατάλαβε ότι σκοπός μας θα πρέπει να ναι να γνωρίσουμε τον διπλανό μας, να τον καταλάβουμε και να βρούμε τα κοινά μας. Γιατί, όπως λέει κι εκείνος, «οι καταστάσεις αλλάζουν συχνά, οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, αλλά οι λαοί μένουν ίδιοι».
Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: “εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!”
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
“κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ… σώπα!”
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
“Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε,
“θα βρείς το μπελά σου, σώπα”.
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά ,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε “σώπα”.
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
“Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα
”Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γειτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ενας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του “Σώπα”.
και μαζευτηκαμε πολλοί,
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Ευκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το “Σώπα”.
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν’την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λές “έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς”
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμησεις.
Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψιθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λεει:
Mίλα!
Comments