της Παρβάνα Αμίρι
Τι θα λέγατε στον κόσμο εάν, αντί γι’ αυτό που είστε τώρα, ήσασταν ένας απ’ αυτούς τους 20.000 άστεγους πρόσφυγες στο στρατόπεδο της Μόριας, όπου ο χειμώνας είναι κόλαση και το καλοκαίρι η έρημος Σαχάρα; μας ρωτά η Παρβάνα Αμίρι μέσα από το βιβλίο της και μας θέτει ενώπιον των πολιτικών μας ευθυνών, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο καθηγητής Γιώργος Τσιμουρής στο επίμετρο του βιβλίου.
Το βιβλίο της Παρβάνα είναι συγκλονιστικό όχι μόνο γιατί μιλά για τις απάνθρωπες συνθήκες με την ειλικρίνεια του Πρίμο Λέβι και του Μπεχρούζ Μπουτσανί[1], αλλά και επειδή περιγράφει με ζοφερή ειλικρίνεια τα προβλήματα και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες που έρχονται στη χώρα μας, τα οποία θα έπρεπε να μας κάνουν να ντρεπόμαστε ως Έλληνες και κυρίως ως Ευρωπαίοι. Καμία προστασία, καμία κρατική πρόνοια, ανθυγιεινό περιβάλλον, ελλιπής πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και διερμηνείς, ο συνεχόμενος φόβος ενός επερχόμενου βιασμού των γυναικών και των παιδιών και παντελής αδιαφορία από την Ευρωπαική Ένωση αποτελούν την καθημερινή πραγματικότητα των προσφύγων.
Η γραφή της Παρβάνα δεν είναι ημερολογιακή αλλά αντίθετα πολύ ισχυρή. Φορά διάφορα προσωπεία και με τις ιστορίες της εκπροσωπεί τους προσφυγες με οικογένεια, τις μητέρες, όσους χρήζουν ιατρικής φροντίδας, τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, τις προσφύγισσες και την έμφυλη βία που βιώνουν, τα διεμφυλικά άτομα, ακόμα και την ίδια τη φύση. Μέσα από τα λόγια της τους δίνει φωνή και μας θυμίζει πως είναι και αυτοί άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας, πως εχουμε και εμείς ευθύνη να μην μείνουμε αμέτοχοι μπροστά στην κτηνωδία που έχει επιφέρει η υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας- Τουρκίας και Ε.Ε για το μεταναστευτικό, μπροστά στις επαναπροωθήσεις, τις πολιτικές της Frontex, στις εξώσεις των μεταναστών από τα προσωρινά σπίτια που τους παραχωρούν οι ΜΚΟ για να παίρνουν κονδύλια. Πάνω απ’ όλα να μην μένουμε αμέτοχοι μπροστά στην καθημερινή και συστηματική απο- ανθρωποποίση και στην Ευρώπη του διαφωτισμού, η οποία εκπίπτει και μεταμορφώνεται στην Ευρώπη των κλειστών συνόρων, των επαναπροπωθήσεων, της αύξησης της ακροδεξιάς και της ισλαμοφοβίας.
Πολλά σημεία του βιβλίου είναι ιδιαίτερα συγκινητικά αλλά με αυτό το κείμενο θα ήθελα να σταθώ λίγο και στο ζήτημα της έλλειψης διερμηνέων. Η πλειοψηφία των διερμηνέων από τα αραβικά, τα φαρσί και τα ούρντου που εργάζονται -όπως ο πατέρας που περιγράφει η Παρβάνα στο βιβλίο- είναι πρόσφυγες που είτε γνωρίζουν αγγλικά είτε έχουν μάθει ελληνικά λόγω της μακρόχρονης παραμονής τους στην Ελλάδα. Ο πατέρας-μεταφραστής αναγκάζεται να αφήνει τα παιδιά του χωρίς φύλαξη ή και να διερμηνεύει το πρόβλημα υγείας των παιδιών του, επειδή οι δομές βασίζονται σε εθελοντές- μεταφραστές. Τι έχει πάει λάθος; Τι κάνουμε εμείς ως μεταφραστές; Πώς μπορούμε να καταρτίσουμε τους δίγλωσσους πρόσφυγες στη διερμηνεία και γιατί η πλειοψηφία των συναδέλφων που μιλά αραβικά, τουρκικά ή φαρσί θεωρεί ότι αυτές οι γλώσσες αξίζει να μαθαίνονται για να ασχοληθούν με την ανάλυση της γεωπολιτικής και των διεθνών σχέσεων και όχι με το να δίνουν φωνή σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να μιλούν τη γλώσσα μας;
Πώς μπορούμε να πούμε στην Παρβάνα ότι θέλουμε να σταματήσει η κακοποίηση των προσφυγισσών και της φύσης, όταν στη χώρα μας αυτή τη στιγμή οι γυναικοκτονίες και οι πυρκαγιές σημειώνουν αριθμό- ρεκόρ;
Όποιος και όποια και αν είστε, κάποιο από τα γράμματα της Παρβάνα θα σας αγγίξει λίγο παραπάνω και θα σας γεννήσει και εσάς αντίστοιχα ερωτήματα και αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό της δύναμης της λογοτεχνίας, να μας ταρακουνά, να είναι όπως έχει γράψει και ο Φραντς Κάφκα «ένας πέλεκυς για τη παγωμένη θάλασσα μέσα μας».
[1] Ο Μπεχρούζ Μπουτσανί έχει γράψει τις εμπειρίες του από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών στην Αυστραλία στο A letter from the Manus Island, το οποίο επίσης σας συστήνουμε ανεπιφύλακτα.
https://www.thesaturdaypaper.com.au/news/politics/2017/12/09/letter-manus-island/15127380005617
Comments