Αν και αυτό το μυθιστόρημα θεωρείται κλασσικό, ομολογώ ότι δεν το είχα ακούσει πριν το πετύχω σε ένα μπαζάρ βιβλίων στην Αθήνα. Διαβάζοντας τη σύνοψη στο πίσω μέρος του βιβλίου αποφάσισα να του δώσω μια ευκαιρία και από τη στιγμή που το ολοκλήρωσα θεωρώ ότι είναι από τα βιβλία που με έχουν στιγματίσει περισσότερο. Στην προ-επαναστατική Κίνα, η ηρωίδα του μυθιστορήματος ζει με την οικογένειά της στην επαρχία όπου εργάζονται ως αγρότες. Η ηρωίδα, η μάνα όπως αναφέρεται παντού, ο σύζυγός της και τα παιδιά της εργάζονται σκληρά και η ζωή δεν είναι εύκολη αλλά δείχνει ήρεμη και γεμάτη θαλπωρή. Μια μέρα ο πατέρας της οικογένειας προφασίζεται δουλειές στην πόλη και φεύγει για να τις ολοκληρώσει, όμως όσο και να τον περιμένουν, δεν επιστρέφει… Όταν οι πρώτες μέρες περνούν και ο σύζυγός της δεν επιστρέφει, η μάνα παίρνει τη μεγάλη απόφαση που θα της καθορίσει τη ζωή. Αρχίζει να στέλνει ψεύτικα γράμματα στον εαυτό της προσποιούμενη ότι τα λαμβάνει από τον σύζυγό της, τα οποία αναγράφουν ότι εκείνος έχει φύγει για να δουλέψει σε άλλη πόλη και να τους παρέχει περισσότερα χρήματα και μια καλύτερη ζωή. Την εκδοχή αυτή μεταφέρει στα παιδιά της και στην πεθερά της, που ζουν με την ελπίδα ότι ο πατέρας τους θα γυρίσει και δεν τους έχει εγκαταλείψει αλλά και σε ολόκληρο το χωριό. Από κει και πέρα θα σηκώσει μόνη της τα οικογενειακά βάρη και θα δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να τραβά το καθένα τον δικό του δρόμο.
Όσο διαβάζει κανείς το μυθιστόρημα δεν μπορεί να μη νιώσει τη σπαραχτική προσπάθεια αυτής της γυναίκας να διατηρήσει την οικογενειακή της γαλήνη, να ανταπεξέλθει στις οικονομικές αντιξοότητες και να πείσει τη συντηρητική κοινωνία ότι ο άντρας της, το στήριγμά της, δεν τους έχει παρατήσει. Το μυθιστόρημα περιγράφει τη ψυχοσύνθεση μιας δυναμικής γυναίκας της εποχής, που αποφάσισε να μη θρηνήσει την εγκατάλειψή της, να μη αποζητήσει τη συμπόνια των δικών της ανθρώπων και τη λύπηση των γειτόνων και αποτελεί έναν φόρο τιμής στη ψυχική δύναμη και τον ρόλο των μητέρων παγκοσμίως. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από το μεγαλείο της ψυχής της και σπεύδει να ταυτιστεί με τους πόνους και τα βάσανά της.
«Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους […]Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
Comments